Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ - ΤΟΥΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ Ε.Ε. ΤΗΝ 15.11.1981 Π.Δ. « ΔΑΝΙΗΛ » - Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν και η αίρεση του Οικουμενισμού

ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ - ΤΟΥΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ Ε.Ε. ΣΤΙΣ 15.11.1981 Π.Δ. « ΔΑΝΙΗΛ »


Νά ξέ­ρε­τε ὅ­μως, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος πρό­δρο­μος τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου· δι­ό­τι ὅ­ταν θά γί­νη μιά ἰ­σο­πέ­δω­σις θρη­σκευ­τι­κή καί πο­λι­τι­κή, κυ­βερ­νη­τι­κή, καί θά ὑ­πάρ­ξη ἕ­νας μό­νον πού θά κυ­βερ­νή­ση τόν κό­σμον, αὐ­τός ὁ ἕ­νας κα­τά τήν Ἁ­γί­αν Γρα­φήν καί τούς Πα­τέ­ρες, (ἔρ­χον­ται δέ τά Πρω­τό­κολ­λα τῶν Σο­φῶν τῆς Σι­ών πλά­ϊ νά μᾶς τό ποῦν, πού εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­νε­ξάρ­τη­ρα ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν Γρα­φήν, εἶ­ναι προ­ϊ­όν­τα τῶν Ἑ­βραί­ων), αὐ­τός θά εἶ­ναι ὁ Ἀν­τί­χρι­στος.

     Ἀλ­λά τόν οἰ­κο­νο­μι­κόν συ­νε­ται­ρι­σμόν πού λέ­γε­ται Ε. Ε. ἐν­δι­α­φέ­ρει. Γι’ αὐ­τό ἔρ­χε­ται καί λέ­ει στή Βου­λή τῶν Ἑλ­λή­νων ὅ­τι θά εἰ­σα­χθῆ αὐ­τός ὁ νό­μος, ἐ­κεῖ­νος ὁ νό­μος κ.τ.λ.. Φέ­ρ’ εἰ­πεῖν: οἱ Χι­λια­σταί θά κι­νοῦν­ται ἔ­τσι, οἱ ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι, θά γί­νη νό­μος καί θά ἀ­μνη­στευ­θοῦν, ἡ μοι­χεί­α θά ἀ­μνη­στευ­θῆ, οἱ ἀμ­βλώ­σεις, οἱ ἐ­κτρώ­σεις θά γί­νη νό­μος νά ἀ­μνη­στευ­θοῦν, δέν θά κα­τα­δι­κά­ζε­ται πλέ­ον οὔ­τε ὁ για­τρός οὔ­τε ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ γυ­ναί­κα πού κά­νει ἄμ­βλω­σι, ἔ­κτρω­σι· ὄ­χι. Αὐ­τά για­τί; Λέ­ει γιά νά ἔ­χω­με προ­σαρ­μο­γή ἀ­πό νο­μο­θε­τι­κῆς πλευ­ρᾶς μέ τήν Εὐ­ρώ­πη! Για­τί; Γιά ποι­όν λό­γο; Γιά νά ’­χω­με Ἡ­νω­μέ­νη Εὐ­ρώ­πη· γιά νά πρέ­πη νά σκε­φτώ­μα­στε ὅ­λοι τό ἴ­διο!...
ΠΡΟΦΗΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ - ΤΟΥΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ Ε.Ε. ΤΗΝ 15.11.1981 Π.Δ.  « ΔΑΝΙΗΛ »
Προ­σέξ­τε σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο· ἴ­σως ἐ­δῶ θά κα­τα­λά­βε­τε τό κλει­δί, τό για­τί ἐ­δι­ώ­κον­το οἱ Χρι­στια­νοί. Εἶ­ναι ἕ­να πα­ρά πο­λύ ση­μαν­τι­κό ση­μεῖ­ο, πού πι­θα­νῶς νά σᾶς λυ­θῆ μιά ἀ­πο­ρί­α. Βέ­βαι­α πολ­λοί ἄρ­χον­τες με­τά τόν Να­βου­χο­δο­νό­σο­ρα τό εἶ­χαν ἐ­πι­χει­ρή­σει αὐ­τό, ὅ­πως καί οἱ Ρω­μαῖ­οι τό εἶ­χαν ἐ­πι­χει­ρή­σει, ὅ­πως καί σή­με­ρα ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται αὐ­τό. Ξέ­ρε­τε πῶς ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται αὐ­τό σή­με­ρα; Μέ τόν Οἰ­κου­με­νι­σμόν!
Ὅ­ταν ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι λέ­με: «Τί θά πῆ εἴ­σα­στε Ὀρ­θό­δο­ξοι; τί θά πῆ εἴ­σα­στε Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί; Τί­πο­τα. Μπο­ροῦ­με νά τά βά­λω­με αὐ­τά σ’ ἕ­να χαρ­μά­νι καί νά βγά­λω­με ἕ­να και­νούρ­γιο πρᾶγ­μα»Μά­λι­στα, ἐ­σχε­δι­ά­ζε­το νά γί­νη στήν Ἀ­με­ρι­κή ἕ­νας να­ός, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά εἶ­χε μί­αν σκε­πήν, ἀλ­λά μέ­σα θά ἦ­ταν τρεῖς να­οί, ἤ τέσ­σε­ρεις να­οί, ἴ­σως πέν­τε. Ἀ­κοῦ­στε· θά ἦ­ταν οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, οἱ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί, οἱ Πρω­τε­στάν­ται, οἱ Μω­α­με­θα­νοί καί οἱ Ἑ­βραῖ­οι. Ὅ­λοι θά ἦ­σαν κά­τω ἀ­πό τά ἴ­δια κε­ρα­μί­δια, κά­τω ἀ­πό τήν ἰ­δί­αν σκε­πήν.
Αὐ­τό ἦ­ταν ἕ­να ἐ­πι­χεί­ρη­μα, νά δο­θῆ σάρ­κα καί ὀ­στᾶ στήν ἰ­δέ­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Καί  σή­με­ρα ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός ὑ­πάρ­χει, καί ὅ­πως θά γνω­ρί­ζε­τε εἶ­ναι ὁ ὑ­π’ ἀ­ριθ­μόν (1) ἕ­να ἐ­χθρός, ὄ­χι μό­νον τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας ἁ­πλῶς, ἀλ­λά καί γε­νι­κά τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ.
Δέν εἶ­ναι πολ­λά χρό­νια, λί­γο με­τά τό 1970, ὅ­ταν στίς ἐ­φη­με­ρί­δες ἐ­γρά­φον­το κά­τι ἄρ­θρα ὑ­πέρ τοῦ Μω­α­με­θα­νι­σμοῦ· καί μά­λι­στα σέ μιά, θά λέ­γα­με, δι­πλω­μα­τι­κή σχέ­σι μέ τήν Αἴ­γυ­πτο, ὅ­τι ἡ ἡ­μέ­ρα πού οἱ Χρι­στια­νοί θά ἑ­νω­θοῦν μέ τούς Μω­α­με­θα­νούς εἶ­ναι πο­λύ κον­τά. Ἀ­κού­σα­τε;... Εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο, εἶ­ναι δη­λα­δή ἀ­δι­α­νό­η­τα πράγ­μα­τα. Αὐ­τά, ἐ­πι­χει­ροῦν­ται καί τε­λε­σι­ουρ­γοῦν­ται αὐ­τήν τήν στιγ­μή. Εἶ­ναι ἡ­γε­μο­νι­κή τε­λε­σι­ουρ­γί­α αὐ­τή.
Ποι­ός ὁ σκο­πός; Βέ­βαι­α εἶ­ναι σχέ­δια τῶν Ἑ­βραί­ων αὐ­τά, τοῦ παγ­κο­σμί­ου Σι­ω­νι­σμοῦ, ὥ­στε μέ τόν Οικουμενισμό νά δη­μι­ουρ­γή­σουν μί­α θρη­σκευ­τι­κήν ἑ­νό­τη­τα τῶν λα­ῶν, δῆ­θεν ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς εἰ­ρή­νης, ἐ­νῶ στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι διά τήν ὑ­πο­τα­γήν τοῦ κό­σμου σέ μί­α παγ­κο­σμί­α κυ­βέρ­νη­σι.
Μά­λι­στα τήν πρω­το­χρο­νιά τοῦ 1980, ἕ­νας πο­λι­τι­κός τῆς Ἑλ­λά­δος, εἶ­χε μι­λή­σει γι’ αὐ­τήν τήν παγ­κο­σμί­αν κυ­βέρ­νη­σιν, ὅ­τι δέν ἀρ­γεῖ ἡ ἡ­μέ­ρα πού θά ἔρ­θη αὐ­τή ἡ παγ­κο­σμί­α κυ­βέρ­νη­σι.
 Ξε­κι­νοῦν ὅ­μως ἀ­πό τόν θρη­σκευ­τι­κόν το­μέ­α, για­τί, ὅ­πως ξέ­ρε­τε, ὁ θρη­σκευ­τι­κός το­μεύς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος ὁ ὁ­ποῖ­ος χω­ρί­ζει τούς λα­ούς. Καί αὐ­τή τή στιγ­μή, ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, εἴ­δα­τε πῶς κι­νοῦν­ται οἱ Ἄ­ρα­βες; Δέν πο­λι­τι­κο­λο­γῶ μ’ αὐ­τά πού λέ­γω· θέ­λω νά σᾶς δώ­σω νά δῆ­τε τό φόν­το τῶν πραγ­μά­των· δι­ό­τι εἶ­ναι Μου­σουλ­μά­νοι καί στρέ­φον­ται ἐ­ναν­τί­ον τῶν Χρι­στια­νῶν.
 Ἀν­τι­θέ­τως οἱ ἴ­διοι θέ­λουν νά εἶ­ναι ἡ­νω­μέ­νοι, ἄλ­λο ἄν δέν τό κα­τα­φέρ­νουν αὐ­τό τό πρᾶγ­μα· ἕ­τε­ρον ἑ­κά­τε­ρον. Λέ­γον­ται ἀ­δελ­φοί Μου­σουλ­μά­νοι, ὅ­πως θά λε­γό­μα­στε ἐ­μεῖς ἀ­δελ­φοί Χρι­στια­νοί.
Νά ξέ­ρε­τε ὅ­μως, ὅ­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος πρό­δρο­μος τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου· δι­ό­τι ὅ­ταν θά γί­νη μιά ἰ­σο­πέ­δω­σις θρη­σκευ­τι­κή καί πο­λι­τι­κή, κυ­βερ­νη­τι­κή, καί θά ὑ­πάρ­ξη ἕ­νας μό­νον πού θά κυ­βερ­νή­ση τόν κό­σμον, αὐ­τός ὁ ἕ­νας κα­τά τήν Ἁ­γί­αν Γρα­φήν καί τούς Πα­τέ­ρες, (ἔρ­χον­ται δέ τά Πρω­τό­κολ­λα τῶν Σο­φῶν τῆς Σι­ών πλά­ϊ νά μᾶς τό ποῦν, πού εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­νε­ξάρ­τη­ρα ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν Γρα­φήν, εἶ­ναι προ­ϊ­όν­τα τῶν Ἑ­βραί­ων), αὐ­τός θά εἶ­ναι ὁ Ἀν­τί­χρι­στος.
Ἔ­τσι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ἀν­τί­χρι­στον σύ­στη­μα,  ἀ­πό τούς με­γα­λυ­τέ­ρους θε­ο­λό­γους τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὅ­πως ἀ­πό τόν μα­κα­ρί­την τόν π. Ἰ­ου­στῖ­νο Πό­πο­βιτς, Σέρ­βο, ἀλ­λά καί ἀ­πό ἄλ­λους ἐ­πι­φα­νεῖς θε­ο­λό­γους Ὀρ­θο­δό­ξους. Χω­ρίς δη­λα­δή πε­ρι­στρο­φές.
Ἔ­τσι ἐ­δῶ ὁ Να­βου­χο­δο­νό­σορ θέ­λει νά δη­μι­ουρ­γή­ση ἕ­ναν θρη­σκευ­τι­κόν οἰ­κου­με­νι­σμόν. Δη­λα­δή βλέ­πει κα­νέ­νας ὅ­τι οἱ ρί­ζες πραγ­μά­των πού ἐ­πι­χει­ροῦν­ται στήν ἐ­πο­χή μας δέν εἶ­ναι και­νούρ­γι­ες· εἶ­ναι πα­λι­ές, εἶ­ναι πο­λύ βα­θει­ές, ἀ­νή­κουν μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α.
 Ἀλ­λά ὁ Να­βου­χο­δο­νό­σορ ἤ­θε­λε νά ἐ­πι­τύ­χη καί κά­τι ἄλ­λο· ἤ­θε­λε νά ἐ­πι­τύ­χη μί­αν ἐ­θνι­κή ἑ­νό­τη­τα· καί αὐ­τή ἦ­ταν, ἄν ὅ­λοι οἱ ὑ­πό κα­το­χήν λα­οί, ἐ­λά­τρευ­αν τόν θε­όν Μαρ­δούχ, καί ἔ­τσι δέν ἤ­τα­νε πο­λύ εὔ­κο­λο νά ὑ­πάρ­ξη μί­α ἐ­πα­νά­στα­σις ἐκ μέ­ρους ἑ­νός λα­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος  σι­γά-σι­γά, ἀ­φοῦ θά ἐ­λά­τρευ­ε τόν Μαρ­δούχ, τόν πο­λι­οῦ­χον τῆς Βα­βυ­λῶ­νος, θά ἠ­σθά­νε­το ὅ­τι στρέ­φε­ται ἐ­ναν­τί­ον τῆς Βα­βυ­λῶ­νος ὡς εἰς τόν θε­όν τῆς Βα­βυ­λῶ­νος.
Ξέ­ρου­με ὅ­τι οἱ Ρω­μαῖ­οι αὐ­το­κρά­το­ρες θε­ο­ποι­οῦ­σαν τόν ἑ­αυ­τόν τους. Ἡ θε­ο­ποί­η­σις τῶν αὐ­το­κρα­τό­ρων δέν ἔ­χει ἁ­πλῶς θρη­σκευ­τι­κόν χα­ρα­κτῆ­ρα, ἀλ­λά καί πο­λι­τι­κόν· δι­ό­τι μό­λις ἀ­νε­κυ­ρήσ­σε­το ἕ­νας αὐ­το­κρά­τωρ, ἀ­μέ­σως ἔ­φτια­χναν ἀ­γάλ­μα­τά του σ’ ὅ­λη τήν ρω­μα­ϊ­κήν ἐ­πι­κρά­τεια, καί δι­ε­τάσ­σον­το ὅ­λοι οἱ ὑ­πό κα­το­χήν λα­οί νά προ­σκυ­νοῦν τό ἄ­γαλ­μα τοῦ θε­οῦ αὐ­το­κρά­το­ρος καί νά προ­σφέ­ρουν εἰς αὐ­τό θυ­σί­ες. Για­τί; Χά­ριν πο­λι­τι­κῆς ἑ­νό­τη­τος. Εἶ­ναι κά­τι ἀ­νά­λο­γο πού σή­με­ρα συμ­βαί­νει μέ τήν  Ε. Ε. (Ε.Ο.Κ.). Προ­σέξ­τε νά ἰ­δῆ­τε.
Σᾶς εἶ­πα δέν εἶ­ναι και­νούρ­για πράγ­μα­τα· εἶ­ναι πο­λύ-πο­λύ πα­λιά αὐ­τά. Ἡ Ε.Ε. εἶ­ναι ἕ­νας οἰ­κο­νο­μι­κός ὀρ­γα­νι­σμός. Φαι­νο­με­νι­κά εἶ­ναι ἕ­νας οἰ­κο­νο­μι­κός ὀρ­γα­νι­σμός, όμως εἶ­ναι κά­τι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἄν ἀ­νοί­ξε­τε τήν πα­λιά ἐγ­κυ­κλο­παί­δεια τοῦ Πυρ­σοῦ, ὑ­πάρ­χει ἕ­να πο­λύ με­γά­λο ἄρ­θρο πού ἀ­να­φέ­ρεται σ’ αὐ­τήν τήν ἀ­πό­πει­ρα τῆς Ἡ­νω­μέ­νης Εὐ­ρώ­πης, εὐ­θύς με­τά τόν Α’ παγ­κό­σμιον πό­λε­μον, μέ ξε­κί­νη­μα τήν οἰ­κο­νο­μι­κήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Εὐ­ρώ­πης καί μέ τέλος, τήν πο­λι­τι­κήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Εὐ­ρώ­πης.
Ἄς ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὑ­πάρ­χει ἕ­νας συ­νε­ται­ρι­σμός σι­τα­ριοῦ και  πη­γαί­νουν ὅ­λοι οἱ πα­ρα­γω­γοί τό σι­τά­ρι τους εκεί. Αὐ­τός ὁ συ­νε­ται­ρι­σμός ν’ ἀρ­χί­ση, (πέ­ρα ἀ­πό τήν πε­ρί­πτω­σι συλ­λο­γῆς σί­του) , νά λέ­η στούς ἀν­θρώ­πους, τούς πα­ρα­γω­γούς, καί νά ὁ­ρί­ζη ἕ­ναν τρό­πο ζω­ῆς πού νά εἶ­ναι ὅ­μοι­ος στά σπί­τια τους. Θά σᾶς φαι­νό­ταν πα­ρά­ξε­νο αὐ­τό; Δη­λα­δή νά ἐ­ξαγ­γέλ­λη μέ­τρα ὁ συ­νε­ται­ρι­σμός πού νά προ­σαρ­μό­ζων­ται ὅ­λοι οἱ συ­νε­ταῖ­ροι κά­τω ἀ­πό τά μέ­τρα τοῦ συ­νε­ται­ρι­σμοῦ. Εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τον! Ὁ συ­νε­ται­ρι­σμός δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται πα­ρά μό­νον νά πα­ρα­λά­βη τό σι­τά­ρι. Τί θά κά­νης σπί­τι σου ἐ­σύ, τί θά φᾶς, πῶς περ­νᾶς μέ τή γυ­ναῖ­κα σου καί τά παι­διά σου, τί πι­στεύ­εις, αὐ­τό δέν ἐν­δι­α­φέ­ρει τόν συ­νε­ται­ρι­σμό.
Ἀλ­λά τόν οἰ­κο­νο­μι­κόν συ­νε­ται­ρι­σμόν πού λέ­γε­ται Ε. Ε. ἐν­δι­α­φέ­ρει. Γι’ αὐ­τό ἔρ­χε­ται καί λέ­ει στή Βου­λή τῶν Ἑλ­λή­νων ὅ­τι θά εἰ­σα­χθῆ αὐ­τός ὁ νό­μος, ἐ­κεῖ­νος ὁ νό­μος κ.τ.λ.. Φέ­ρ’ εἰ­πεῖν: οἱ Χι­λια­σταί θά κι­νοῦν­ται ἔ­τσι, οἱ ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι, θά γί­νη νό­μος καί θά ἀ­μνη­στευ­θοῦν, ἡ μοι­χεί­α θά ἀ­μνη­στευ­θῆ, οἱ ἀμ­βλώ­σεις, οἱ ἐ­κτρώ­σεις θά γί­νη νό­μος νά ἀ­μνη­στευ­θοῦν, δέν θά κα­τα­δι­κά­ζε­ται πλέ­ον οὔ­τε ὁ για­τρός οὔ­τε ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ γυ­ναί­κα πού κά­νει ἄμ­βλω­σι, ἔ­κτρω­σι· ὄ­χι. Αὐ­τά για­τί; Λέ­ει γιά νά ἔ­χω­με προ­σαρ­μο­γή ἀ­πό νο­μο­θε­τι­κῆς πλευ­ρᾶς μέ τήν Εὐ­ρώ­πη! Για­τί; Γιά ποι­όν λό­γο; Γιά νά ’­χω­με Ἡ­νω­μέ­νη Εὐ­ρώ­πη· γιά νά πρέ­πη νά σκε­φτώ­μα­στε ὅ­λοι τό ἴ­διο!...
Οἱ ρί­ζες αὐ­τῶν τῶν κα­τα­στά­σε­ων ἀ­νή­κου­νε πο­λύ πα­λιά! Νά μιά πρώ­τη· ὁ Να­βου­χο­δο­νό­σορ, μέ τό χρυ­σό αὐ­τό ἄ­γαλ­μα.
Καί κα­λεῖ ὅ­λους τούς δι­οι­κη­τάς, το­πάρ­χας, ὑ­ψη­λά πρό­σω­πα καί τά λοι­πά, νά ἔρ­θουν νά προ­σκυ­νή­σουν τό χρυ­σό αὐ­τό ἄ­γαλ­μα, τήν χρυ­σῆ εἰ­κό­να.
Δό­θη­κε ἡ ἐν­το­λή ὡς ἑ­ξῆς· ὅ­ταν θά ἔ­παι­ζαν μου­σι­κά ὄρ­γα­να, θά ἔ­πε­φταν ὅ­λοι νά προ­σκυ­νή­σουν τόν Μαρ­δούχ…………………………..
ΠΗΓΗ

Γέροντος Αθανασίου Μυτιληναίου Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν και η αίρεση του Οικουμενισμού



Παρακαλῶ πά­ρα πο­λύ προ­σέξ­τε αὐ­τό ἐ­δῶ τό ση­μεῖ­ο· εἶ­ναι ἐ­πί­και­ρο ὅ­σο πο­τέ ἄλ­λο­τε. Δι­ό­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός αὐ­τή τήν στιγ­μή –πού δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά ἕ­να ἀ­να­κά­τω­μα ὅ­λων τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, ἕ­να ἀ­να­κά­τω­μα, πραγ­μα­τι­κό ἀ­να­κά­τω­μα– σοῦ λέ­ει: θά ἔ­χου­με τήν ἑ­νό­τη­τα ἐν ἀ­γά­πῃ
 Ὄ­χι, κύ­ριοι· ἡ ἑ­νό­τη­τα δέν θά εἶ­ναι μόνο ἐν ἀ­γά­πῃ, ἀλ­λά θά εἶ­ναι ἐν ἀ­γά­πῃ καί ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ. Καί τό ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ ση­μαί­νει δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια, δη­λα­δή ὀρ­θο­δο­ξό­τητα. Δέν μπο­ρῶ ἐ­γώ νά ἔ­χω ἑ­νό­τη­τα μ’ ἐσέ­να, ὅ­ταν ἐσύ δέν πι­στεύ­εις τοῦ­το ἤ ἐ­κεῖ­νο καί ἡ πί­στη σου εἶ­ναι παρ­δα­λή. Δέν μπο­ρῶ νά ἔ­χω μαζί σου ἑ­νό­τη­τα. 
     Ἐ­ξάλ­λου, για­τί ἀ­γω­νί­στη­καν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας; Για­τί τούς προ­βάλ­λει σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α –του­λά­χι­στον τούς Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου– καί τούς τι­μᾶ; Γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι καί ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ.

«Ἐ­ὰν μὴ Κύ­ριος φυ­λά­ξῃ πό­λιν, εἰς μά­την ἠ­γρύ­πνη­σεν ὁ φυ­λάσ­σων»[12]. Ἐ­άν ὁ Κύ­ριος δέν φυ­λά­ξει τήν πό­λη, μά­ται­α ἀ­γρύ­πνη­σαν οἱ σκο­ποί της, αὐτοί πού φυ­λᾶ­νε τήν πό­λη. 

Τό λέ­ω αὐ­τό για­τί ἔ­χου­με τούς Τούρ­κους ἀ­πό ’δῶ, τούς πα­ρα­τούρ­κους ἀ­πό ’κεῖ... τούς πα­ρα­πά­νω καί τούς πα­ρα­κά­τω... Ὅ­λους αὐ­τούς, ἄν μᾶς ἐ­πι­τε­θοῦν, δέν θά μπο­ρέ­σου­με νά κά­νου­με τί­πο­τα γιά νά τούς βγά­λου­με ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας, ἐ­άν τήν πα­τρί­δα μας δέν τήν φυ­λά­ει ὁ Χρι­στός. Αὐ­τό βε­βαί­ως δέν κα­ταρ­γεῖ τήν ἄ­μυ­να. Προ­σέξ­τε: δέν κα­ταρ­γεῖ τήν φύλαξη τῶν συνόρων. Μή­πως καί οἱ Ἑ­βραῖ­οι δέν ἔ­κα­ναν πο­λέ­μους; Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Θε­ός εὐ­λο­γοῦ­σε τήν προ­σπά­θειά τους, ἦ­ταν τρο­παι­ο­φό­ροι στόν πό­λε­μο· ὅ­ταν δέν τήν εὐ­λο­γοῦ­σε τήν προ­σπά­θειά τους, ἦ­ταν κά­τι φο­βε­ρό!

Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν 
Κυ­ρια­κή Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων




Σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, ἀ­γα­πη­τοί μου, τι­μᾶ τήν μνή­μη τῶν ἁ­γί­ων τρι­α­κο­σί­ων δε­κα­ο­κτώ Πα­τέ­ρων τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τῆς ἐν Νι­καί­ᾳ. Καί τήν τι­μᾶ ἀ­φε­νός μέν γιά νά δο­ξά­σει τόν Ἅ­γιο Τρι­α­δι­κό Θε­ό, πού πάν­το­τε δι­α­σώ­ζει τήν ἀ­λή­θεια μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α Του –δι­ό­τι οἱ Σύ­νο­δοι πάν­το­τε δι­έ­σω­ζαν τήν ἀ­λή­θεια τή δογ­μα­τι­κή– καί ἀφετέρου δέ γιά νά τι­μή­σει τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες πού συγ­κρο­τοῦ­σαν αὐ­τές τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους.


Ἀλ­λά ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας ὁ­μοί­ως θέ­λει νά προ­βάλ­λει –ἔ­τσι του­λά­χι­στον φαί­νε­ται στή ση­με­ρι­νή εὐ­αγ­γε­λι­κή πε­ρι­κο­πή–[1] τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ἐν ἀ­γά­πῃ καί ἀ­λη­θεί­ᾳ. Προ­σέξ­τε: τήν ἑνότητα ἐν ἀ­γά­πῃ καί ἀ­λη­θεί­ᾳ!


Αὐ­τό τό ἴ­διο πρό­βλη­μα φαί­νε­ται ὅ­τι ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, τό πρό­βλη­μα τῆς ἑ­νό­τη­τος ἐν ἀ­γά­πῃ καί ἀ­λη­θεί­ᾳ, ἀ­κρι­βῶς γιατί κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο δέν εἶ­ναι λί­γοι ἐ­κεῖ­νοι πού διατα­ράσ­σουν αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πάν­το­τε, φυ­σι­κά μέ­χρι σή­με­ρα, ἀλ­λά καί μέ­χρι πού νά τε­λει­ώ­σει ἡ Ἱ­στο­ρί­α. 


Τό πρό­βλη­μα τῆς ἑ­νό­τη­τος τῶν ἀν­θρώ­πων ἤ­δη εἶ­χε τε­θεῖ καί με­τά τόν κα­τα­κλυ­σμό τοῦ Νῶε. Θά θυ­μᾶ­στε, ὅ­ταν ἔ­γι­ναν πολ­λοί οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ Νῶ­ε, θέ­λη­σαν νά δι­α­τη­ρή­σουν αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα, πρίν ἀ­κό­μη δι­α­σπα­ροῦν στά πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης, καί ἄν ἦ­ταν δυ­να­τόν νά δι­α­τη­ρή­σουν αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα καί με­τά τήν δι­α­σπο­ρά τους. Γι’ αὐ­τό θέ­λη­σαν νά ἀ­φή­σουν ἕ­να μνη­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τός τους, πού θά ἦ­ταν ἕ­να ὑ­λι­κό μνη­μεῖ­ο, ἕ­νας πλίνθι­νος πύρ­γος, ὁ ὁποῖος θά ἔ­φθα­νε ἕ­ως τόν οὐ­ρα­νό –του­λά­χι­στον τέ­τοι­α ἀν­τί­λη­ψη μπο­ροῦ­σαν νά ἔχουν πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ! Ἦταν ὁ γνω­στός μας πύρ­γος τῆς Βα­βέλ. Ὁ Θε­ός ὅ­μως, ὅ­πως γνω­ρί­ζου­με ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀ­πό τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ωςσυ­νέ­χε­ε τίς γλῶσ­σες τους, μπέρ­δε­ψε τίς γλῶσ­σες τους, γιά νά μήν πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ αὐ­τό τό μνη­μεῖ­ο.[2]

Αὐ­τό βε­βαί­ως γι’ αὐ­τούς ἦ­ταν δεῖγ­μα μιᾶς ἑ­νό­τη­τος, ὅ­πως ἤ­δη σᾶς εἶ­πα, ἀλ­λά ἑ­νό­τη­τος ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κῆς, δη­λα­δή ἐ­πα­νά­λη­ψη τοῦ πρα­πα­το­ρι­κοῦ ἁ­μαρ­τή­μα­τος. Δι­ό­τι ποι­ό ἦ­ταν τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα; Ἦ­ταν ὁ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­σμός· δη­λα­δή ἐ­γώ, ὁ Ἀ­δάμ, νά γί­νω θε­ός. Μά στό σχέ­διο τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν νά γί­νει ὁ Ἀ­δάμ κα­τά χά­ριν θε­ός. Ὄχι· ἐ­γώ νά γί­νω θε­ός, ἀλ­λά χω­ρίς τόν Θε­ό. Αὐ­τή ἡ αὐ­το­νο­μί­α, αὐ­τός ὁ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­σμός.


Τό ἴδιο ἀ­κρι­βῶς γί­νε­ται καί μέ τούς πλα­νῆ­τες, πού γυ­ρί­ζουν γύ­ρω ἀ­πό τόν ἥ­λιο καί φω­τί­ζον­ται, παίρ­νο­ντας ὅ­μως τό φῶς ἀ­πό τόν ἥ­λιο. Ἄν οἱ πλα­νῆ­τες, ἄς ποῦμε, ἔ­λε­γαν κά­ποι­α στιγ­μή «Δέν χρει­α­ζό­μα­στε τό φῶς τοῦ ἥ­λιου· θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τό δι­κό μας τό φῶς», θά τούς λέγαμε: «Ποι­ό δι­κό σας φῶς;... Ἐ­σεῖς οἱ πλα­νῆ­τες δέν εἶ­στε αὐ­τό­φω­τοι». Τό ἴ­διο θά λέ­γα­με καί στούς πρω­το­πλά­στους: «Ὤ ἄν­θρω­ποι, δέν εἴ­σα­στε αὐ­τό­φω­τοι, δέ μπο­ρεῖ­τε νά αὐ­το­θε­ω­θεῖ­τε· τήν θέ­ω­ση θά τήν πά­ρε­τε ἀ­πό τόν ἴ­διο τόν Θε­ό, καί συ­νε­πῶς τόν χρει­ά­ζε­στε τόν Θε­ό». Δέν μπο­ροῦ­με λοι­πόν νά γί­νου­με ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κοί, δη­λα­δή τό κέν­τρο γύ­ρω ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο θά γυ­ρί­ζουν τά πάν­τα· ὁ Θε­ός θά εἶ­ναι τό κέν­τρο καί ὄ­χι ὁ ἄν­θρω­πος.


Ἡ πο­λυ­γλωσ­σί­α τό­τε στά­θη­κε ἕ­να ση­μά­δι τῆς δι­α­σπά­σε­ως τῶν ἀν­θρώ­πων. Τί εἶ­πε ὁ Θε­ός; «δεῦ­τε καὶ καταβάντες συγ­χέ­ω­μεν αὐ­τῶν ἐ­κεῖ τὴν γλῶσ­σαν», νά μπερ­δέ­ψου­με τή γλώσ­σα τους. Αὐ­τό ὅμως ἔ­πρε­πε νά δι­ορ­θω­θεῖ. Καί δι­ορ­θώ­θη­κε μέ τήν ἐ­ναν­θρώ­πη­ση τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ὅ­ταν ἦρ­θε ἐ­δῶ στή γῆ, καί μέ τήν κά­θο­δο τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι’ αὐ­τό ἐμ­φα­νί­στη­κε τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γιο μέ τήν μορ­φή πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν. Καί οἱ Ἀ­πό­στο­λοι τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μι­λοῦ­σαν κα­τά τέ­τοι­ον τρό­πο, πού ὅ­λοι ἐ­κεῖ­νοι πού εἶ­χαν συρ­ρεύ­σει στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα –κι ὁ κα­θέ­νας ἦ­ταν ἀ­πό κά­ποι­ο μέ­ρος: ἀ­πό τήν Περ­σί­α, Παρ­θί­α, Μι­κρά Ἀ­σί­α, Κρή­τη, Ἑλ­λά­δα, Ἀ­ρα­βί­α, Αἴ­γυ­πτο, Κυρ­ρή­νη καί λοιπά καί λοιπά– ὁ κα­θέ­νας, λέει, ἄ­κου­γε τό κή­ρυγ­μα τοῦ Πέ­τρου στή γλώσ­σα τή δι­κή του. Ἑ­νώ­θη­καν λοι­πόν, ἤ μᾶλ­λον δι­α­λύ­θη­κε ἐ­κεί­νη ἡ σύγ­χυ­ση, καί ἐ­πῆλ­θε ἕ­να χεῖ­λος, ὅ­πως λέ­ει ἐ­κεῖ τό βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως, μί­α γλώσ­σα, μί­α φω­νή, ὅπως ἦ­ταν στήν ἐ­πο­χή τοῦ Νῶ­ε. Ἐ­πα­νέρ­χε­ται αὐτ­ή ἡ ὁ­μο­φω­νί­α, ἀλ­λά ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, μέ τή δι­α­φο­ρά πώς δέν ὑ­πάρ­χει πιά τό μνη­μεῖ­ο τοῦ πύρ­γου τῆς Βα­βέλ. Πλέ­ον δέ μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος ὁ πύρ­γος τῆς Βα­βέλ· τό ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος ἐ­φε­ξῆς θά εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ.


Εἶ­ναι πο­λύ ση­μαν­τι­κό αὐ­τό πού σᾶς λέ­ω, πά­ρα πο­λύ ση­μαν­τι­κό· ἀ­πο­τε­λεῖ τήν καρ­δί­ατῆς ἡ­μέ­ρας τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. Πρέ­πει νά τό ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ, εἶ­ναι ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ.


Ὁ Χρι­στός ἔ­τσι τό εἶ­πε. Γι’ αὐ­τό ἡ ἑ­νό­τη­τα δέν εἶ­ναι σέ κο­σμι­κά πράγ­μα­τα, σέ πράγ­μα­τα μέ κο­σμι­κές δι­α­στά­σεις. Ὁ Κύ­ριος, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, στήν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή Του προ­σευ­χή εἶ­πε: «Πά­τερ, ἐ­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ», Πα­τέ­ρα μου, ἐ­γώ γι’ αὐ­τούς πού πί­στε­ψαν σ’ ἐμέ­να πα­ρα­κα­λῶ· «οὐ πε­ρὶ τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ», δέν πα­ρα­κα­λῶ γιά τόν κό­σμο, «ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι», ἀλ­λά μό­νο γιά ’κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες.[3] Θά ξα­να­πῶ τή φρά­ση, για­τί με­ρι­κοί νο­μί­ζουν ὅ,τι νο­μί­ζουν: «Δέν πα­ρα­κα­λῶ γιά τόν κό­σμο». Θά μοῦ πεῖ­τε ὅτι κάνει δι­ά­κρι­ση. Ναί. Καί τί κά­νει ἐδῶ ὁ Κύ­ριος; Ἀν­τι­δι­α­στέλ­λει τό ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος· ἐ­κεῖ­νο πού Ἐ­κεῖ­νος θέ­τει, καί εἶ­ναι τό πρό­σω­πό Του ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι, ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος τοῦ κό­σμου, πού εἶ­ναι πιά ἕ­νας νο­η­τός πύρ­γος Βα­βέλ.


Φε­ρ’ εἰ­πεῖν, γιά νά τό κά­νου­με ἔ­τσι ὑ­λο­ποι­η­μέ­νο νά τό κα­τα­λά­βου­με: Δέ μπο­ρεῖ ἡ Ε.Ο.Κ.[4] νά εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος τῶν Εὐ­ρω­παί­ων· δέ μπο­ρεῖ ὁ Ο.Η.Ε. νά εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος τῶν Ἐ­θνῶν. Ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁ­γί­ῳ. Για­τί; Δι­ό­τι ὅ­λα τ’ ἄλ­λα εἶ­ναι ση­μεῖ­α ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κά, καί εἶ­ναι ἀμ­φί­βο­λη ἡ ἑ­νό­τη­τα πού ὑ­πό­σχο­νται, εὔκολα σπά­ζει. Θυμηθεῖτε τά πό­δια τοῦ ἀ­γάλ­μα­τος πού εἶ­χε δεῖ σέ ὄνειρό του ὁ Να­βου­χο­δο­νό­σορ, στή Βα­βυ­λώ­να, πού ἦ­ταν ἀ­νο­μοι­ο­γε­νές τό ὑ­λι­κό πού ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­να, ἀ­πό ὄ­στρα­κο, λέ­ει, δη­λα­δή κε­ρα­μύ­δι, καί σί­δη­ρο. Ἔ­σπα­σε... ἀ­νο­μοι­ο­γε­νές τό ὑ­λι­κό.[5]Σπά­ζουν αὐ­τά τά πράγ­μα­τα... σπά­ζουν. Καί σπά­ζουν για­τί δέν εἶ­ναι ἐν Θε­ῷ στη­μέ­να. Ὁ Κύ­ριος εἶ­χε πεῖ: «ὁ μὴ συ­νά­γων με­τ’ ἐ­μοῦ σκορ­πί­ζει»[6], αὐ­τός πού δέν μα­ζεύ­ει μα­ζί μου, οὐ­σι­α­στι­κά σκορ­πί­ζει.


Ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α πρέ­πει νά νο­η­θεῖ, πρῶ­τα-πρῶ­τα καί βα­σι­κά, ὀν­το­λο­γι­κή. Ὅ­ταν λέ­με ὀν­το­λο­γι­κή, τί ἐν­νο­οῦ­με; Ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι μᾶς ἑ­νώ­νει ὅ­λους πραγ­μα­τι­κά τό Σῶ­μα καί Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τό ἡ ἕ­νω­ση λέ­γε­ται ὀν­το­λο­γι­κή · εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή. Πῶς; Τί μᾶς ἑ­νώ­νει τώ­ρα αὐ­τή τή στιγ­μή ἐ­δῶ; Ὅ­σοι κοι­νω­νή­σα­με, κοι­νω­νή­σα­με τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό εἶ­ναι ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος, καί μά­λι­στα, σᾶς εἶ­πα, θε­με­λι­ώ­δους ση­μα­σί­ας. Αὐ­τή ἡ ὀν­το­λο­γι­κή ἕ­νω­ση ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τό Μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας καί φα­νε­ρώ­νε­ται μέ­σα στήν Ἱ­στο­ρί­α μέ τή σύ­να­ξη τῶν πι­στῶν σ’ ἕ­ναν χῶ­ρο, μ’ αὐ­τό πού λέ­με ἐ­κλη­σια­σμό. Γι’ αὐ­τό, ὅ­ταν δέν πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ὁ ἐκ­κλη­σια­σμός, σπά­ζει αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα. Γι’ αὐ­τό καί οἱ κα­νό­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μέ ἀ­φο­ρί­ζουν, δη­λα­δή μέ ξε­χω­ρί­ζουν, ὅ­ταν δέν ἐκ­κλη­σι­ά­ζο­μαι τα­κτι­κά. Μοῦ λέ­νε: «Ἀ­φοῦ πε­ρι­φρο­νεῖς τόν ἐκ­κλη­σι­α­σμό, πού εἶ­ναι τό ση­μεῖ­ο ἑ­νό­τη­τος τοῦ Χριστοῦ, πή­γαι­νε σέ ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἑ­νό­τη­τος, ὄ­χι μέ τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Κι αὐτό γίνεται ὅ­ταν λεί­ψω ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, χω­ρίς ἀ­πο­χρῶν­τα λό­γο, ἀδι­και­ο­λό­γη­τα, τρεῖς Κυ­ρια­κές. Γι’ αὐ­τόν τόν λό­γο.


Ἀ­κό­μη, γι­νόμαστε ὅ­λοι σύσ­σω­μοι καί σύ­ναι­μοι, ἀ­φοῦ εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, καί ἀποτελοῦμε μέ­λη τοῦ ἑ­νός καί μό­νου Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Καί εἴ­μα­στε μέ­λη ὀν­το­λο­γι­κά, πραγ­μα­τι­κά, για­τί τό ἴ­διο Αἷ­μα ρέ­ει μέ­σα στίς φλέ­βες μας. Εἴ­τε εἶ­μαι στήν Εὐ­ρώ­πη καί ὁ ἄλ­λος εἶ­ναι στήν Ἀ­σί­α, εἴ­τε εἶ­μαι στήν Αὐ­στρα­λί­α κι ὁ ἄλλος στήν Ἀ­με­ρι­κή, στήν Ἀ­λά­σκα ἤ ὁ­που­δή­πο­τε ἀλ­λοῦ, ὅ­λοι ἀ­πο­τε­λοῦ­με τό ἕ­να καί μό­νο καί ἀ­δι­αί­ρε­το Σῶ­μα τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.


Δεύ­τε­ρον, ἡ ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­κό­μη πρέ­πει νά νο­η­θεῖ καί ὡς ἑ­νό­τη­τα ἠ­θι­κή. Βέβαια, δέν θά μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ αὐ­τή ἡ λέ­ξη· θά τήν ἔ­λε­γα πνευ­μα­τι­κή· ἀλ­λά ἐ­πει­δή ἡ λέ­ξη ἠ­θι­κή εἶ­ναι μί­α τρέ­χου­σα λέ­ξη, γι’ αὐ­τό τήν χρη­σι­μο­ποι­ῶ. Δη­λα­δή ἀ­νά­με­σα στά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει τό ἦ­θος, νά ὑ­πάρ­χει ἡ πνευ­μα­τι­κή ζω­ή, τό βί­ω­μα τό πνευ­μα­τι­κό, πού ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τήν ἀ­γά­πη. Καί ἡ ἀ­γά­πη ἀ­πο­τε­λεῖ τό ἔρ­γο τῶν πι­στῶν· ἐ­νῶ ἡ ἑ­νό­τη­τα ἀ­πορρ­έ­ει ἀ­πό τό ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ. Τό ἔρ­γο τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὅ,τι σᾶς εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως. Τό ἔρ­γο τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι ἡ με­τα­ξύ τους ἀ­γά­πη, πού θά ἐκ­φρά­σει τώ­ρα καί θά πα­ρου­σιά­σει στά μά­τια τῶν ἀν­θρώ­πων αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.


Ἡ ἠ­θι­κή ἑ­νό­τη­τα φαί­νε­ται σέ ὅ­σα γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στήν Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους «Ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι». Μα­λώ­μα­τα εἶ­ναι ἀ­νά­με­σά σας, λέει στούς Κο­ριν­θί­ους. Ἔ­ρι­δες, μα­λώ­μα­τα, μα­λώ­νε­τε! «ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μέν εἰ­μι Παύ­λου, ἐ­γὼ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δὲ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δὲ Χρι­στοῦ». Ὁ ἕ­νας λέ­ει ἐ­γώ ἀ­νή­κω στόν Χρι­στό, ἄλ­λος λέ­ει ἀ­νή­κω στόν Παῦ­λο, ὁ ἄλ­λος ἀ­νή­κω στόν Πέ­τρο, ὁ ἄλ­λος στόν Ἀ­πολ­λώ, τόν δι­ά­ση­μο ρή­το­ρα Χρι­στια­νό ἀπό τήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α. Καί ρω­τά­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «Με­μέ­ρι­σται Χρι­στός;». Ἔ­χει κομ­μα­τια­στεῖ ὁ Χρι­στός; «Πα­ρα­κα­λῶ δὲ ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, διὰ τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τὸ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες», ὅ­λοι τό ἴ­διο νά λέ­τε, «καὶ μὴ ᾖ ἐν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα», καί νά μήν ὑ­πάρ­χουν ἀ­νά­με­σά σας δι­αι­ρέ­σεις καί σχί­σμα­τα, «ἦ­τε δὲ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ἐν τῷ αὐ­τῷ νο­ῒ καὶ ἐν τῇ αὐ­τῇ γνώ­μη»[7], νά βρί­σκε­στε κά­τω ἀ­πό τήν ἴ­δια νο­ο­τρο­πί­α, τήν ἴ­δια σκέ­ψη καί τήν ἴ­δια γνώ­μη.


Βλέ­πε­τε, ἀ­γα­πη­τοί;...


Αὐ­τήν τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τήν κα­τα­στρέ­φουν τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­ταν προ­βάλ­λουν ἐ­γω­ι­σμούς, ὑ­πε­ρη­φά­νει­ες, ἰ­δι­ο­τέ­λει­ες, καί γε­νι­κά ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει ἡ ἁ­μαρ­τί­α· αὐ­τή κα­τα­ξε­σχί­ζει τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ. Γι’ αὐ­τό γρά­φει ὁ ἅ­γιος Ἰ­γνά­τιος Ἀν­τι­ο­χεί­ας: «Τὴν ἕ­νω­σιν ἀ­γα­πᾶ­τε, τοὺς με­ρι­σμοὺς φεύ­γε­τε».[8] Νά ἀ­γα­πᾶ­τε τήν ἕ­νω­ση, νά εἶ­στε ἑ­νω­μέ­νοι· τούς με­ρι­σμούς, τά κόμ­μα­τα, τά κομ­μα­τι­ά­σμα­τα, νά τά ἀ­πο­φεύ­γε­τε.


Ἀ­κό­μη, ἕνα τρί­το ση­μεῖ­ο, πῶς μπο­ροῦ­με νά ἐν­νο­ή­σου­με τήν ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α; Μπο­ροῦ­με νά τήν ἐν­νο­ή­σου­με καί ὡς δογ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα. Τί ση­μαί­νει δογ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα; Εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α· εἶ­ναι ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅμως ἐ­κεί­νη πού κα­τα­στρέ­φει τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ αἵ­ρε­ση.


Ὁ Κύ­ριος εἶ­πε τό­τε στή Σα­μα­ρεί­τι­δα ὅ­τι τόν Θε­ό πρέ­πει νά τόν προ­σκυ­νοῦ­με«ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ»[9]. Εἴδατε; «ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ»! Καί ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης λέ­ει αὐτό τό ἐκ­πλη­κτι­κό, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη πρέ­πει νά εἶ­ναι ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ.[10] Παρακαλῶ πά­ρα πο­λύ προ­σέξ­τε αὐ­τό ἐ­δῶ τό ση­μεῖ­ο· εἶ­ναι ἐ­πί­και­ρο ὅ­σο πο­τέ ἄλ­λο­τε. Δι­ό­τι ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός αὐ­τή τήν στιγ­μή –πού δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά ἕ­να ἀ­να­κά­τω­μα ὅ­λων τῶν αἱ­ρέ­σε­ων, ἕ­να ἀ­να­κά­τω­μα, πραγ­μα­τι­κό ἀ­να­κά­τω­μα– σοῦ λέ­ει: θά ἔ­χου­με τήν ἑ­νό­τη­τα ἐν ἀ­γά­πῃ.

Ὄ­χι, κύ­ριοι· ἡ ἑ­νό­τη­τα δέν θά εἶ­ναι μόνο ἐν ἀ­γά­πῃ, ἀλ­λά θά εἶ­ναι ἐν ἀ­γά­πῃ καίἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ. Καί τό ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ ση­μαί­νει δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια, δη­λα­δή ὀρ­θο­δο­ξό­τητα. Δέν μπο­ρῶ ἐ­γώ νά ἔ­χω ἑ­νό­τη­τα μ’ ἐσέ­να, ὅ­ταν ἐσύ δέν πι­στεύ­εις τοῦ­το ἤ ἐ­κεῖ­νο καί ἡ πί­στη σου εἶ­ναι παρ­δα­λή. Δέν μπο­ρῶ νά ἔ­χω μαζί σου ἑ­νό­τη­τα. Ἐ­ξάλ­λου, για­τί ἀ­γω­νί­στη­καν οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας; Για­τί τούς προ­βάλ­λει σή­με­ρα ἡ Ἐκ­κλη­σί­α –του­λά­χι­στον τούς Πα­τέ­ρες τῆς Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου– καί τούς τι­μᾶ; Γιά νά ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι καί ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ.


1.      Βεβαίως ἡ ἑ­νό­τη­τα ἔχει δύ­ο δι­α­στά­σεις. Ἡ πρώ­τη δι­ά­στα­ση εἶ­ναι ἡ κα­τά φύ­σιν, ἡ φύ­ση μας· εἴ­μα­στε παι­διά τοῦ Ἀ­δάμ, ὅ­λοι ἔ­χου­με αὐ­τό πού λέ­με ἀν­θρώ­πι­νη ὑ­πό­στα­ση. Μπο­ρεῖ ὁ ἄλ­λος νά εἶ­ναι ἑ­τε­ρό­δο­ξος, νά εἶ­ναι ὁ­τι­δή­πο­τε ἄλ­λο, ἄλ­λης θρη­σκεί­ας καί τά λοι­πά. Ἔ, καλά· ὡς ἄν­θρω­πο, τόν ἀ­γα­πῶ. Εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, εἶ­μαι ἄν­θρω­πος, καί συ­νε­πῶς τόν ἀ­γα­πῶ ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς ἴ­δι­ας φύ­σε­ως. Ὅ­μως ἔ­χουμε καί μιά ἄλ­λη ἑ­νό­τη­τα, αὐ­τήν πού λέ­με ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γιά τήν ὁποία μι­λᾶ­με τό­ση ὥ­ρα. Ἐ­κεῖ, ἐ­άν ὁ ἄλλος δέν πι­στεύ­ει, ἐ­άν δέν εἶ­ναιἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ καί δέν δέ­χε­ται ἀ­πο­λύ­τως ὅ­λες τίς θέ­σεις τῆς Πί­στε­ως, δη­λα­δή ὅ­λα τά δόγ­μα­τα, δέν μπο­ρῶ νά ἑ­νω­θῶ μα­ζί του. Δι­ό­τι τί θά μᾶς ἑ­νώ­σει; Τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅ­μως τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα τοῦ Χρι­στοῦ δέν μπο­ρεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό ἀν­θρώ­πους πού ἔ­χουν δι­α­φο­ρετική πίστη καί ἀν­τί­λη­ψη. Ἐδῶ ὑ­πάρ­χουν αἱ­ρε­τι­κοί πού δέν πι­στεύ­ουν στήν θε­αν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Ὅπως τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη ὑ­πῆρ­χαν αἱ­ρε­τι­κοί πού ἀρ­νοῦ­νταν τή θε­ό­τη­τα τοῦ Ἰησοῦ, οἱ Ἀ­ρεια­νοί, τούς ὁποίους ἀν­τι­με­τώ­πι­σε ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος, ἔ­τσι καί σή­με­ρα ὑ­πάρ­χουν αἱ­ρε­τι­κοί πού δέν πι­στεύ­ουν ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι Θε­ός. Αὐ­τό ὅμως εἶ­ναι μέ­γι­στη βλα­σφη­μί­α. Πῶς λοιπόν θά ἑ­νω­θῶ ἐ­γώ μα­ζί τους;... Καί πῶς θά τούς δε­χθεῖ αὐ­τούς ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός, πού Τόν βλα­σφη­μοῦν, μέ τό νά μή δέ­χο­νται τή θεί­α Του φύ­ση;...


2.      Ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε λοι­πόν, ἀ­γα­πη­τοί μου, ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι καί ἐν ἀ­λη­θεί­ᾳ. Τό κα­τα­λά­βα­τε;


3.      Ἕ­νας ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός συγ­γρα­φέας, ὁ πο­λύς Ὠ­ρι­γέ­νης, λέ­ει τό ἑ­ξῆς: «Ἡ ἑ­νό­της γί­νε­ται δι’ ἀ­γά­πης καί ἀ­λη­θεί­ας καί προ­αι­ρέ­σε­ως ἀ­γα­θῆς».[11] Τί θά πεῖ αὐ­τό; Τρί­α στοι­χεῖ­α πρέ­πει νά συν­τρέ­χουν γι’ αὐ­τή τήν ἑ­νό­τη­τα. Πρῶ­τα, ἡ ἀ­λή­θεια· ὅ,τι τό­σην ὥ­ρα σᾶς λέω. Ὅ­λοι νά πι­στεύ­ου­με τό ἴ­διο· νά ἔ­χου­με τήν ἴ­δια πί­στη, τήν ὀρ­θό­δο­ξο πί­στη. Κα­τό­πιν, ἡ ἀ­γά­πη· νά ἀ­γα­πά­ει ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο. Δι­ό­τι μπο­ρεῖ νά ἔ­χου­με τήν ἴ­δια πί­στη, ἀλ­λά νά μήν ἔ­χου­με με­τα­ξύ μας ἀ­γά­πη, για­τί ὑ­πάρ­χουν οἱ μι­κρο­με­γα­λο­ε­γω­ι­σμοί... Ναί, οἱ μι­κρο­με­γα­λο­ε­γω­ι­σμοί! Θέ­λει ὁ ἄλ­λος νά προ­βάλ­λε­ται, νά κά­νει τό δι­κό του, καί τά λοιπά καί τά λοιπά, καί ἐ­νῶ ἔ­χου­με ἴδια πί­στη, νά σπά­ζει ἡ ἑ­νό­τη­τα, για­τί λεί­πει ἡ ἀ­γά­πη. Καί με­τά, λέ­ει, εἶ­ναι ἡ ἀ­γα­θή προ­αί­ρε­ση. Ἡ ἀ­γα­θή προ­αί­ρε­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­που­σί­α τοῦ δό­λου. Μέ­σα σου αὐ­τό πού λές νά τό πι­στεύ­εις. Αὐ­τό πού λέ­νε τά χεί­λη σου νά τό πι­στεύ­εις. Δέν ὑ­πάρ­χει ὁ δό­λος· ὑ­πάρ­χει τα­πεί­νω­ση. Ἄν σοῦ εἰ­πω­θεῖ ὅ­τι ἔ­χεις κά­που ἕ­να ση­μεῖ­ο πλά­νης, νά τό ἀ­πο­δε­χθεῖς καί ἀ­μέ­σως νά δε­χθεῖς τήν ἀ­λή­θεια.


Στή Θεί­α Λει­τουρ­γί­α, ἀ­γα­πη­τοί μου, κά­θε φο­ρά πού λει­τουρ­γοῦ­με, λέ­με τό ἑ­ξῆς:«Τὴν ἑ­νό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καὶ τὴν κοι­νω­νί­αν τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος αἰ­τη­σά­με­νοι», ἀ­φοῦ ζη­τή­σα­με, λέ­ει, τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καί τήν κοι­νω­νί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, «ἑ­αυ­τοὺς καὶ ἀλ­λή­λους», τούς ἑ­αυ­τούς μας καί τούς ἄλ­λους, «καὶ πᾶ­σαν τὴν ζω­ὴν ἡ­μῶν», καί ὅλη τή ζωή μας, ὅ­λο τό εἶ­ναι μας, «Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα», ἄς πα­ρα­θέ­σω­με, ἄς τό βά­λου­με στά χέ­ρια τοῦ Χρι­στοῦ.


Ἐ­δῶ, σ’ αὐ­τό τό χω­ρί­ο, τό λει­τουρ­γι­κό χω­ρί­ο, πε­ρι­κλεί­ε­ται ὅ­λο τό ποι­μαν­τι­κό ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δι­ό­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τί θέ­λει; Μέ τά κη­ρύγ­μα­τα, μέ τά Μυ­στή­ρια καί τά λοιπά, τί ἐ­πι­δι­ώ­κει; Ἐ­πι­δι­ώ­κει τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς πί­στε­ως, νά ἔ­χου­με ὅ­λοι τό ἴ­διο πι­στεύ­ω. Λέ­με «Πι­στεύ­ω εἰς ἕ­να Θε­όν...», τ’ ἀ­κού­ει ὅ­λη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­λοι λοι­πόν νά ἔ­χου­με τό ἴ­διο πι­στεύ­ω. Κι ἔτσι, αὐ­τό τό ἴ­διο πι­στεύ­ω γί­νε­ται ὁ­δός πού ὁ­δη­γεῖ στόν κύ­ριο σκο­πό μας, στήν κοι­νω­νί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τί θά πεῖ κοι­νω­νί­α; Με­το­χή. Γιά νά εἴ­μα­στε ὅ­λοι μέ­το­χοι τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Καί μή ξε­χνᾶ­με, ἡ κοι­νω­νί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος εἶ­ναι ἡ κο­ρυ­φή, εἶ­ναι ὁ τε­λι­κός σκο­πός κά­θε πνευ­μα­τι­κῆς φρον­τί­δος.


Μέ­νει ἕ­να τρί­το ση­μεῖ­ο, σ’ αὐ­τό πού μόλις σᾶς δι­ά­βα­σα· εἶ­ναι ἡ πα­ρά­θε­ση τῶν ἑ­αυ­τῶν μας, τῆς ζω­ῆς μας, καί τῶν ἄλ­λων στά χέ­ρια τοῦ Χρι­στοῦ. «Χρι­στῷ τῷ Θε­ῷ πα­ρα­θώ­με­θα», ἄς πα­ρα­θέ­σω­με. Δη­λα­δή;


Δη­λα­δή: Πη­γαί­νει, κυ­ρί­α μου ὁ σύ­ζυ­γός σου στή δου­λειά καί τά παι­διά σου σχο­λεῖ­ο; Μήν περ­νᾶς λα­χτά­ρα μέ­χρι τό με­ση­μέ­ρι πού θά ἐ­πι­στρέ­ψουν, μπάς καί τούς πά­τη­σε κα­νέ­να αὐ­το­κί­νη­το! Ἔ­φυ­γαν; κά­νε τήν προ­σευ­χή σου· Κύ­ρι­ε, στά χέ­ρια Σου εἶ­ναι ὁ σύ­ζυ­γός μου καί τά παι­διά μου. Καί κά­νε τίς δου­λει­ές σου ἤ­ρε­μα καί ἥ­συ­χα· ἔ­βα­λες στό χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, στό χέ­ρι τοῦ Χρι­στοῦ, ἔ­βα­λες τήν ἀ­σφά­λεια τῶν δι­κῶν σου. Αὐ­τό θά πεῖ ἄς πα­ρα­θέ­σου­με. Με­γά­λο πράγ­μα ὅ­ταν τούς οἰ­κεί­ους μας, καί τήν πα­τρί­δα μας, τούς πα­ρα­θέ­του­με στόν Χρι­στό. Κύ­ρι­ε, ἐ­μεῖς τί μπο­ροῦ­με νά κά­νου­με;... «Ἐ­ὰν μὴ Κύ­ριος φυ­λά­ξῃ πό­λιν, εἰς μά­την ἠ­γρύ­πνη­σεν ὁ φυ­λάσ­σων»[12]. Ἐ­άν ὁ Κύ­ριος δέν φυ­λά­ξει τήν πό­λη, μά­ται­α ἀ­γρύ­πνη­σαν οἱ σκο­ποί της, αὐτοί πού φυ­λᾶ­νε τήν πό­λη.


Τό λέ­ω αὐ­τό για­τί ἔ­χου­με τούς Τούρ­κους ἀ­πό ’δῶ, τούς πα­ρα­τούρ­κους ἀ­πό ’κεῖ... τούς πα­ρα­πά­νω καί τούς πα­ρα­κά­τω... Ὅ­λους αὐ­τούς, ἄν μᾶς ἐ­πι­τε­θοῦν, δέν θά μπο­ρέ­σου­με νά κά­νου­με τί­πο­τα γιά νά τούς βγά­λου­με ἀ­πό τήν πα­τρί­δα μας, ἐ­άν τήν πα­τρί­δα μας δέν τήν φυ­λά­ει ὁ Χρι­στός. Αὐ­τό βε­βαί­ως δέν κα­ταρ­γεῖ τήν ἄ­μυ­να. Προ­σέξ­τε: δέν κα­ταρ­γεῖ τήν φύλαξη τῶν συνόρων. Μή­πως καί οἱ Ἑ­βραῖ­οι δέν ἔ­κα­ναν πο­λέ­μους; Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Θε­ός εὐ­λο­γοῦ­σε τήν προ­σπά­θειά τους, ἦ­ταν τρο­παι­ο­φό­ροι στόν πό­λε­μο· ὅ­ταν δέν τήν εὐ­λο­γοῦ­σε τήν προ­σπά­θειά τους, ἦ­ταν κά­τι φο­βε­ρό!


Νά σᾶς πῶ πῶς τό λέ­ει ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός: «Ἐ­άν ἔ­χε­τε τή δι­κή μου τήν εὐ­λο­γί­α, ἑ­κα­τό ἀ­πό σᾶς θά κα­τα­τρο­πώ­νουν δέ­κα χι­λιά­δες, μυ­ρί­ους. Καί ἐ­άν, λέει, εἴ­σα­στε ἐ­σεῖς μύ­ριοι, ἄν δέν ἔ­χε­τε τήν εὐ­λο­γί­α μου, ἑ­κα­τό ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς σας θά σᾶς κα­τα­τρο­πώ­νουν»[13]. Αὐ­τό θά πεῖ πα­ρα­θέ­τω τόν ἑ­αυ­τό μου στόν Θε­ό · ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἐλ­πί­δα μας. Ὕ­στε­ρα ἐ­μεῖς, ὡς χώ­ρα, οἱ μι­κροί, –πάν­τα μι­κροί ἤ­μα­στε, σέ ὄγ­κο, σέ ἔ­κτα­ση, σέ ἀ­ριθ­μό– πό­σες φο­ρές νι­κού­σα­με! Για­τί; Πα­ρα­κα­λού­σα­με τόν Θε­ό. Δέν ξέ­ρω ὅ­μως, ἄν κά­τι μᾶς συμ­βεῖ, ἐάν πα­ρα­κα­λέ­σου­με πά­λι τόν Θε­ό. Καί τό λέω αὐτό για­τί ἤ­δη μπῆ­κε ἀρ­κε­τή δό­ση ἀ­θε­ΐ­ας μέ­σα στόν λα­ό μας, καί αὐ­τό τό γνω­ρί­ζουμε ὅ­λοι μας.


Ἀ­γα­πη­τοί, οἱ ἡ­μέ­ρες πού περ­νᾶ­με εἶ­ναι δι­α­σπα­στι­κές. Αὐ­τό βέ­βαι­α συμ­φέ­ρει στούς ἐ­χθρούς, ὁ­ρα­τούς καί ἀ­ο­ρά­τους, στόν Δι­ά­βο­λο καί στούς ἄλ­λους ἐ­χθρούς, για­τί ἐ­πι­τυγ­χά­νουν τά σχέ­διά τους. Μέ­σα στήν ἀ­ναμ­πουμ­πού­λα, λέ­ει μί­α λα­ϊ­κή πα­ροι­μί­α, χαί­ρε­ται ὁ λύ­κος, δη­λα­δή μέ­σα σέ μί­α δι­α­σπα­στι­κό­τη­τα χαί­ρον­ται οἱ ἐ­χθροί.

Γιά μᾶς τούς Ὀρ­θό­δο­ξους Χρι­στια­νούς γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «Εἰ ἀλ­λή­λους δά­κνε­τε καὶ κα­τε­σθί­ε­τε, βλέ­πε­τε μὴ ὑ­π’ ἀλ­λή­λων ἀ­να­λω­θῆ­τε»[14]. Ἐ­άν ὁ ἕ­νας δαγ­κώ­νει τόν ἄλ­λο, προ­σέξ­τε μή­πως με­τα­ξύ σας κα­τα­να­λω­θεῖ­τε, κα­τα­στρα­φεῖ­τε.

Ὄ­χι ἔτσι. Ὁ ἴ­διος Ἀ­πό­στο­λος λέ­ει γιά μᾶς στήν Πρός Ἑ­βραί­ους«Κα­τα­νο­ῶ­μεν ἀλ­λή­λους εἰς πα­ρο­ξυ­σμὸν ἀ­γά­πης καὶ κα­λῶν ἔρ­γων»[15]. Ἄς προ­σέ­χουμε ὁ ἕ­νας τόν ἄλ­λο, ὥ­στε νά πα­ρα­κι­νού­μα­στε σέ ὀ­ξεῖ­ες ἐκ­δη­λώ­σεις ἀ­γά­πης, σέ πυ­ρε­τό ἀ­γά­πης, καί κα­λῶν ἔρ­γων!


Τό­τε ἀκριβῶς, ἀ­γα­πη­τοί μου, θά μπο­ροῦ­με νά δι­α­σώ­ζου­με τήν ἑ­νό­τη­τα, τήν ἑ­νό­τη­τα μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­ποι­οι βρί­σκον­ται μέ­σα σ’ αὐτή, κι ὅ­ποι­οι εἶ­ναι αὐ­τοί, «ἕ­κα­στος ἐ­φ’ ­ᾧ ἐ­τά­χθη»[16] πού λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ὁ κα­θέ­νας ἐ­κεῖ πού τά­χθη­κε. Αὐτό ση­μαί­νει ὅτι ὁ μο­να­χός, ὁ ἄ­γα­μος, ὁ ἔγ­γα­μος, ὁ χει­ρώ­να­κτας, ὁ ἐ­πι­στή­μο­νας, ὁ μορ­φω­μέ­νος, ὁ ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος, ὁ κα­τέ­χων ἀ­ξι­ώ­μα­τα, ὁ ἰ­δι­ώ­της, ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί, ἕ­να Σῶ­μα. Αὐ­τή ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά εἶ­ναι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Νά πῶ καί κά­τι, μέ τήν εὐ­και­ρί­α τοῦ σημερινοῦ Μνη­μο­σύ­νου; Καί ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τήν πα­ροῦ­σα ζω­ή δέν ξε­χω­ρί­στη­καν· εἶ­ναι στό ἴ­διο Σῶ­μα. Γι’ αὐ­τό στό ἅ­γιο Δι­σκά­ριο βά­ζου­με τίς με­ρί­δες καί ζών­των καί κε­κοι­μη­μέ­νων. Οἱ κε­κοι­μη­μέ­νοι ἁ­πλῶς ἔ­φυ­γαν ἀ­πό τά μά­τια μας· ὅ­μως εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νοι μέ τό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐ­τό μήν τό ξε­χνᾶ­με πο­τέ!


Καί ὅ­λα αὐ­τά, αὐ­τή ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν με­λῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πρέ­πει νά εἶ­ναι καί τό τεκ­μή­ριο, ἡ ἀ­πό­δει­ξη τῆς ζων­τά­νιας τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ πρός τούς ἔ­ξω, σ’ ἐ­κεί­νους πού δέν εἶ­ναι Χρι­στια­νοί.
Ὁ Κύ­ριος μᾶς εἶ­πε: «Ἐν τού­τῳ γνώ­σο­νται πά­ντες ὅ­τι ἐ­μοὶ μα­θη­ταί ἐ­στε, ἐὰν ἀ­γά­πην ἔ­χη­τε ἐν ἀλ­λή­λοις»[17]. Τό­τε θά γνω­ρί­σει ὁ κό­σμος ὅ­τι εἶ­στε δι­κοί μου μα­θη­τές, ὅ­ταν ἀ­νά­με­σά σας ἔ­χε­τε ἀ­γά­πη καί ἑ­νό­τη­τα 




[1]Ἰωάν. 17, 1-13

[2]Γέν. 11, 1-9.

[3]Ἰωάν. 17, 9.

[4]. Εἶναι ἡ σημερινή Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.

[5]Δαν. 2, 1-45.

[6]Ματθ. 12, 30. Λουκᾶ 11, 23.

[7]Α΄ Κορ. 1, 10-13.

[8]Φιλαδελφεῦσιν Ἰγνάτιος, VII, 2.

[9]. Βλ. Ἰωάν. 4, 23-24.

[10]. Βλ. Β΄ Ἰωάν. 1-3. Γ΄ Ἰωάν. 1.

[11]Origenes, Fragmenta in Jeremiam, 00234.

[12]Ψαλμ. 126, 1.

[13]Λευιτ. 26, 7-17.

[14]Γαλ. 5, 15.

[15] . Ἑβρ. 10, 24.

[16]ΒλΑ΄ Κορ. 4, 17-24.


[17]Ἰωάν. 13, 35.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Δημοφιλείς αναρτήσεις Τελευταίων 30 ημερών

VIDEO ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ MEGASFILIPPOS & APROGRAMMATISTA ΣΤΟ YOU TUBE

4'ΝΕW ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ (7' ΩΡΕΣ) 'ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ;;;ΜΗΠΩΣ ΤΕΛΙΚΑ ΗΛΘΕΝ;;; ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ...

ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΔΑΜ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ ...

ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΔΑΜ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ ...
Ο Κώστας Αδάμ είναι καθηγητής θεολόγος φιλόλογος, πνευματικο τέκνο του Μακαριστού Αρχιμανδρίτου πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου,και του Π. Αυγουστινου καντιωτη,είναι πάρα πολλά χρόνια ιεροκύρηκας της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσογαίας και Λαυρεωτικής. Έχει διατελέσει λυκειάρχης στο Κορωπί. Είναι Μελετητης των Αγιων Πατερων Της Ορθοδοξιας Και Της Αγιας Γραφης,Ανθρωπος Με Αληθινο Προσωπικό Χριστιανικό Βίωμα.

ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΠΑΤΗΡ ΣΑΒΒΑ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ..

ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΒΙΝΤΕΟ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΕΠΙΣΚ.ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ.ΚΛΙΚ ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΛΕΞΤΕ..

Βασίλειος Ατζακλής - ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Βασίλειος Ατζακλής - ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ
Οι βιντεοσκοπημένες Εκπομπές του Αναγνωστου Του Ραδιοφώνου Της Πειραϊκης Εκκλησίας Βασίλη Ατζακλή, Και Κάθε Παραγωγή Δική Του Θα προστίθεται Εδώ!.

Αντίβαρο

ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Το Zωντανό Iστολόγιο

paterikoslogos.com - Δ. Συζητήσεις

Χριστιανική Φοιτητική Δράση

Orthodox Mission-Ορθόδοξη Ιεραποστολή

επικαιρότητα

ΛΙΣΤΑ (1') Διάφορα Ιστολογία.. Φιλικά και μη Φιλικά

ΛΙΣΤΑ (2') Διάφορα Ιστολογία.. Φιλικά και μη Φιλικά

ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ

SKEFTOMASTEELLHNIKA.GR

Madata.GR

Greek Alert

BBC News - Home

Αρχειοθήκη ιστολογίου

ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΑ - ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΑ

ΠΑΤΕΡΙΚΑ